h1

Ήταν, λέει…

3 Νοεμβρίου, 2005

Ένας φίλος είπε, «Χμμμ… Φαντάζομαι ότι κάποιες μνήμες έχουν γεννηθεί για να παραμείνουν μνήμες. Είναι αυτές που όσο ωριμάζουν, τόσο ορίζουν ένα συνειδητοποιημένο χαρακτήρα. Που όσο παλιώνουν, τόσο θυμίζουν ένα καλοσφραγισμένο μπουκάλι κρασί.».

Το άνοιξα μόλις τώρα. Το ανοίγω κάθε φορά που γράφω. Το ανοίγω κάθε φορά που μιλάω σε φίλους. Το ανοίγω κάθε φορά που θέλω να χαρίσω λίγο από τον εαυτό μου. Δε θυμάμαι να το σφράγισα ποτέ. Πάντα ανοιχτό είναι. Και τι περίεργο, το κρασί με το οποίο λούζομαι εντός μου, δεν μοιάζει να έχει ξεθυμάνει. Όχι, η γεύση αλλάζει, το χρώμα αλλάζει, η υφή του αλλάζει, η οξύτητά του αλλάζει, αλλά η έντασή του είναι αναλλοίωτη.

Φέρνω, μόλις τώρα το ποτήρι στα χείλη μου. Τα χείλη του και τα χείλη μου, με λίγο κρασί εγκλωβισμένο ανάμεσα. Το αφήνω εκεί. Επιτρέπω στον αέρα, να το εξατμίσει για να δω τον οίνο να μεταβάλλεται σε αυτοσχέδιο κραγιόν που βάλθηκε να με στολίσει με πάθος. Κάπου εκεί στις πτυχές των χειλιών, έμειναν κατακόκκινα ρυάκια που κουβαλούν ιστορίες για αμπέλια.

Ήταν, λέει, ένα αμπέλι κάτω από το παράθυρό μου. Και το πρωί, κάθε πρωί που ξύπναγα, η πρωινή δροσιά λαμπύριζε μαλακά επάνω στο πράσινο. Και γαλαζόπετρα παντού. Να σπινθηροβολεί σα να θέλει να απαλλαγεί από το βαθυκύανο χρώμα της. Και φωνές, ολόγυρα από το αμπέλι, να μπερδεύουν κι αυτές με τη σειρά τους, πράσινο και μπλε, να απορούν τι μυρίζει πιο πολύ: ο ανερχόμενος μούστος ή το προαιώνιο χώμα; Οι άγουροι καρποί του Κόσμου ή η παραζάλη των μεστωμένων χυμών;

Ν’ απορούν οι φωνές και να τις βάζει σε τάξη η ανάγκη. Να τους λέει: «Μπείτε μέσα στο χορό του χωραφιού, χαϊδέψτε τα αμπέλια, τρυγήστε τα αμπέλια, πιείτε τα αμπέλια. Μα σταθείτε: Πριν πιείτε, πρέπει να είστε έτοιμοι για τον Έρωτα». Βιάστηκαν να απαντήσουν αλλότρια, οι φωνές. Και η ανάγκη το μόνο που έκανε ήταν, να σηκώσει τους ώμους, λες και ξεστόμιζε «εγώ, πάντως, σας προειδοποίησα…».

Και κει, που όλα ήταν αβέβαια, ήρθαν οι θεατρίνοι. Πάνω σε μουλάρια, να κουδουνίζουν χαϊμαλιά, απολύτως βέβαιοι για κάθε χνάρι που ακούμπησαν στην πλάση. Και να τραγουδάνε οι θεατρίνοι, να ξεσηκώνουν σε γλέντι τις φωνές και οι φωνές να γίνονται λέει, φώτα. Τόσο συμπαγή τα φώτα, που νόμιζες ότι ήταν υπάρξεις, νόμιζες ότι έβλεπες σκυφτές αντρικές φιγούρες, σκεφτικές γυναικείες μορφές, κορίτσια να εκστασιάζονται, κοντυλοφόρους να σπεύδουν να αδράξουν την έμπνευση, μαυροφορεμένες να μάχονται με τη ματαιότητα, αγόρια να κυνηγάνε το άπιαστο με τις σφεντόνες, μωρά να λικνίζονται σε νάκες, γέρους και γριές να περπατούν πλάι πλάι, μητέρες να γίνονται γυναίκες, πατεράδες να γίνονται φλογεροί εραστές, πουλιά να κολυμπούν στα σύννεφα, ψάρια πολύχρωμα να ερωτροπούν. Τόσο συμπαγή τα φώτα, που μπορούσες μέσα τους να δεις την Αγάπη να δοκιμάζει περίεργη το κρασί. Τόσο συμπαγή που έβλεπες, ναι, έβλεπες, τον Λόγο να σωπαίνει.

Κι αφού το σκηνικό στήθηκε στη μέση του αμπελιού, περίμεναν όλοι να βραδιάσει. Να βγει η Μνήμη Σελήνη, να της πούνε κάλαντα και καλημέρες. Να της πούνε να σιάξει λίγο το γιακαδάκι της, να αφήσει, όμως τα τσουλούφια της ατιθάσευτα, να μην την νοιάζει, στην τελική, όπως κι αν είναι. Τόσο την αγαπούν, ως φαίνεται, που, στην τελική, την θέλουν όπως είναι. Και μίλησε, η Μνήμη Σελήνη. Μίλησε. Είπε:

«Ένα μπουκάλι αστείρευτο για τον καθένα σας. Σύρετε να πιείτε!».

5 Σχόλια

  1. Κρασάκιιιιιιι!!!!

    Σαν το παλιό καλό κρασί….

    κτλ κτλ κτλ…


  2. Κρασί, σταφύλι, αμπέλι, μούστος, φυτό, φύλλα, ρίζα..
    κύκλοι ζωής, ξανά και ξανά..


  3. Μακάρι να μην στερέψει το κρασί σου και πάντα με την ίδια έντονη γεύση και όμορφο άρωμα.


  4. 🙂


  5. Η συνεχής μνήμη των βιωμάτων της καθημερινότητας. Τα μάτια της σαν δυο μαύρες φυσαλίδες, τα μαλλιά της σαν τα κλαδιά του κλήματος, τα ματόκλαδα της σαν αμπελόφυλλα, το κρασί αυτό – ο έρωτας μου για εκείνη.



Αφήστε απάντηση στον/στην Juanita La Quejica Ακύρωση απάντησης