h1

Μαγνητοσκόπηση

9 Ιανουαρίου, 2010

Όσο περνάει ο καιρός, κλείνομαι όλο και πιο πολύ σε έναν κώδικα, που μονάχα εγώ μπορώ να τον λύσω. Μονάχα μέσα σε μένα δικαιολογείται κι είναι κατανοητός. Χάνω τη διάθεση να προσπαθήσω κάτι περισσότερο και τελευταία μονάχα με πλάσματα που δεν μιλούν την καταβρίσκω, θέλω να παίζω με τη φωνή μου χωρίς αυτή να εννοεί κάτι. Να μιλάω με τα μάτια, να γελάω ισότιμα. Βαριέμαι αφόρητα να γίνω κοινωνική, όταν την ίδια ώρα κι ίσως για λίγα δευτερόλεπτα, με συντρέχει μια παρόρμηση να ρουφήξω διαμιάς αυτήν την κοινωνία, να την περιθάλψω εκ μέρους της, μα σώπα κιόλας, στερέψανε οι ουτοπίες. Τις εφευρίσκω, τουλάχιστον εγώ, για να βγω από την ανία μου, λες κι η ζωή είναι πράγματι μια ανία και πρέπει να βρούμε τρόπους για να διασκεδάσουμε, μόνο τότε προσεγγίζω τον Άλλον, όταν έχω όρεξη να δω.

Από κεί κι έπειτα μου είναι αδιανόητο να συνθηκολογήσω στα σώψυχα, αηδιάζω με τα περαιτέρω των διευκρινίσεων. Αποκτώ έναν κυνισμό που ησυχάζει μονάχα εντός μου και βρίσκει το χιούμορ, που μπορεί και τον ανέχεται, ώστε αν θέλω να δω στον καθρέφτη την πραγματικότητα να γελάσω πάλι και πάλι.

Περπατάω στον δρόμο και κοιτάζω σαν την μουρλή τα πρόσωπα, τις πιθανότητες που περιέχουν ώστε να γίνουν απαράμιλλο σινεμά.

Προχτές, έπινα καφέ σε μια καφετέρια τεράστια, τόσο τεράστια που χανόσουνα πραγματικά. Καλά, η μουσική, δεν το συζητώ, ό,τι κι αν ήταν, ήταν στο τέρμα. Ακόμη και για μένα. Ε, λοιπόν, καθόμουν κι ο κόσμος απέραντος, βολεύτηκα μετά από 8 γενναίες κουταλιές σοκολατίνα κι έναν εσπρέσσο σκέτο, έφτιαξα το -ευτυχώς επιτρεπόμενο- τσιγάρο μου και γύρεψα. Πού είναι τα πρόσωπα, είπα, ποιος θέλει να παίξει θέατρο σήμερα, να τονε καμαρώσω;

Ήρθε ο Τομ Χανκς. Στ’ αλήθεια, ήταν ίδιος. Λιγουλάκι πιο ξανθός, μα πιο μπέμπης, πιο μωρό, διχως τα ίχνη της ενηλικίωσης ακόμη, κολεγιόπαιδο. Ήταν μαζί του και μια κοπέλα, μα δεν μπόρεσα παρά μόνο την πλάτη της να ανιχνεύσω, προφανώς εκείνη άκουγε, διότι τα νοήματα των χεριών της ήταν ευδιάκριτα και με παύσεις ανάμεσα, λες κι ο άλλος που ήταν κωφάλαλος, χρειάζεται περισσότερο από την ίδια αυτήν την καθαρότητα στη γλώσσα της. Πάντως οι μύες κι οι τένοντες στο πίσω του κορμιού της κινούνταν αλλεπάλληλα, ελαφρώς καμπούριαζε -οικειότητα- και απολύτως στραμμένη προς τον κωφάλαλο Χανκς, αποδυόταν με περιφρόνηση τα τριγύρω. Κι όμως την προσέγγισα με την ερμηνεία μου, διότι ο νεαρός σγουρομάλλης με τα μάτια της θάλασσας της έλεγε για γέννες, ίσως και για τα Χριστούγεννα, δεν πρόλαβα να δω αν ανέφερε τον Χριστό ή αν έκανε εκείνο το νόημα, που υποτίθεται ότι χτυπάς το τριγωνάκι για τα κάλαντα, πάντως την καθησύχαζε αρκετά. Δεν μου φάνηκε έγκυος η κοπέλα.  Εκείνος, με βεβαιότητα φαινόταν να την αγαπά, αν και καταϋπόχρεος για την τύχη της συνεύρεσής τους. Αμήχανος, μικρός, ευλογημένος που παραδέχεται την καλή την τύχη του, υποκλινόμενος. Ήπιε κι εκείνος έναν καφέ, δυο τραπέζια πιο ‘κει από μένα.

Εκείνος υπήρξε. Εγώ έπινα καφέ στην πιο βαρετή καφετέρια.

Πώς να αφήσω τον ήρωα του Γούντι Άλεν χωρίς φως;

Δε γράφτηκε τίποτα στο φιλμ. Έκλεισα τα μάτια, ήπια και λίγο νερό και πήγα παρακάτω.

2 Σχόλια

  1. ειναι ωραιο το σινεμα, λεω εγω .πολυ ωραιο


  2. Χρόνια καλά, mondouble, σαν θερινό σινεμά κι ο καινούργιος χρόνος



Σχολιάστε